- δανείζονται
- δανείζωput out money at usurypres ind mp 3rd plδανεΐζονται , δανείζωput out money at usurypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδιάγερτος — η, ο και αδιάερτος και αδιάρετος και αγιάγερτος και αγιάερτος και αγάερτος 1. (για χρήματα που δανείζονται και δεν επιστρέφονται, «για δανεικά κι αγύριστα») αυτός που δεν επιστρέφεται, δεν αποδίδεται, ανεπίστρεπτος 2. (για τόπο, ιδιαίτερα τον… … Dictionary of Greek
γδάρτης — ο 1. αυτός που γδέρνει τα σφάγια, εκδορεύς 2. αυτός που γδέρνει τους πελάτες του ή όσους δανείζονται απ αυτόν, αισχροκερδής, τοκογλύφος 3. παροιμ. «Μάρτης γδάρτης, κακός παλουκοκάφτης» για το υπερβολικό του κρύο μερικές φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν.… … Dictionary of Greek
πραγματισμός — (pragmatisme). Τάση της σύγχρονης φιλοσοφίας της οποίας το όνομα (από την ελληνική λέξη πράγμα) υπογραμμίζει ότι το κριτήριο για την αξιολόγηση κάθε θεωρητικής αρχής αποτελείται από τις πρακτικές συνέπειες που προκύπτουν από αυτήν, θεμελιωτής της … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης (Αθηνών) — Η πλούσια συλλογή του μουσείου (Κυδαθηναίων 17, Πλάκα) αποτελείται από αντικείμενα και κειμήλια της περιόδου αναζωπύρωσης του καλλιτεχνικού αισθήματος του υπόδουλου ελληνισμού, μετά τα ηπιότερα μέτρα διακυβέρνησης της παρακμάζουσας Oθωμανικής… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Δήλου — Το Μουσείο της Δήλου αποτελεί μοναδικό φαινόμενο. Eίναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Eλλάδας, και όμως βρίσκεται σ’ ένα άγονο και ακατοίκητο νησί. Στο νησί, όπου σήμερα δεν επιτρέπεται η διανυκτέρευση παρά μόνο στους φύλακες του… … Dictionary of Greek
δανείζομαι — δανείζομαι, δανείστηκα, δανεισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: δανείζομαι : χρησιμοποιείται μερικές φορές ως παθητικό του δανείζω (αυτά τα βιβλία δε δανείζονται) και άλλοτε με την έννοια → παίρνω κάποιο ξένο στοιχείο και το υιοθετώ (οι ευρωπαϊκές… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής